3. ΠΑΛΙΟΤΕΝΕΚΕΣ
5. ΤΑ ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ
6. ΤΟ ΜΠΙΖ !
8. ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ
9. ΠΟΡΤΕΣ – ΠΡΙΟΝΙ - ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΕ ΚΛΩΣΤΗ
11. ΤΟ ΚΟΥΤΣΟΥΓΚΟΥΙ
12. ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ
13. ΚΟΥΤΣΟΛΙΘΑΡΑΣ Η΄ ΚΟΥΤΣΑΛΩΝΑ
ΠΑΝΑΚΟΥΤΗ – ΠΑΝΑΚΟΥΤΗ ΕΛΑ ΑΠ`Τ`ΑΛΛΟ ΜΟΥ ΑΥΤΙ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝ`Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΟΥΦΗ
Ομαδικό παιχνίδι παιζόταν από κορίτσια. Τάβγαζαν λέγοντας το τραγούδι :
« Άννα μάνα πορτοκάλα
Σ`ένα μήνα μπουφ
Στο μπιρέκα τζουφ»
Σε κάθε συλλαβή το παιδί που τα ¨βγάζει» δείχνει έναν παίχτη . Στο κορίτσι που θα πέσει το τζουφ αυτό θα κάνει τη μάνα ενώ εκείνο που τα βγάζει αρχίζει το παιχνίδι.
Στρώνεται η «μάνα» κάτω στο χώμα . Στην ποδιά της κρατά το πιο μικρό κοριτσάκι . Στην ποδιά αυτού στρώνεται άλλο και ούτω κάθεξης . Το όρθιο φέρνει γύρω απ`τ`άλλα λέγοντας :Πανακουτή – Πανακουτή ! Η μάνα απαντά : Έλα απ`τ`άλλο μου αυτί ! και τα παιδιά εν χορώ συμπληρώνουν:γιατί ειν`η μάνα μου κουφή!
Φέρνοντας με κουτσό 2-3-βόλτες σταματά στη μάνα και αρχίζει ο διάλογος
-Τί θέλεις ;
-Ένα απ`τα παιδιά σου
- Μα τα χρειάζομαι , τ`αγαπώ το ίδιο . Τόνα μου σκουπίζει τ`άλλο πλένει πιάτα , τ`άλλο μαζεύει ξύλα κ.λ.π.(στο τέλος αποφασίζει να δώσει ένα-ένα τα παιδιά της , τα οποία πηγαίνουν λίγο πιο πέρα από τη μάνα) Λέει λοιπόν η μάνα : πάρε όποιο θέλεις . Η παίχτρια σκύβει και τα μυρίζει ένα ένα λέγοντας πως το ένα μυρίζει σκόρδο , τ`άλλο κρεμμύδι , τ`άλλο γάλα , τ`άλλο κακάο , τ`άλλο σκατά , τ`άλλο «κάτουρο» κ.λ.π. Εκείνο που θέλει να πάρει λέει πως μυρίζει «του βασιλιά το μέλι» .
Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και για τ`άλλα παιδιά και .φτάνει στο τελευταίο το πιο μικρό το πιο αγαπημένο της μάνας που δεν θέλει με κανέναν τρόπο να το δώσει λέγοντας «όχι ,όχι δεν στο δίνω μα τον Άγιο Κων/νο» .
Τελικά της τ`αρπάζει το κρύβει ανάμεσα στ`άλλα και η μάνα ψάχνει να το βρει:
-Μην είδατε το παιδάκι μου; (η μάνα)
- Τι παπούτσια φόραγε; (τα παιδιά εν χορώ)
- Άσπρα .
- Ε! πάρε τον άσπρο δρόμο . Η μάνα κάνει πως ψάχνει τάχα προς τον άσπρο δρόμο.
-Τι φουστάνι φόραγε;
- Κόκκινο
- Ε! πάρε τον κόκκινο δρόμο.
Συνεχίζεται έτσι για λίγο ο διάλογος και στο τέλος φανερώνουν το παιδάκι της φωνάζοντας : Νάτο νάτο το παιδί σου! Και τρέχουν γύρω από τη μάνα η οποία αφού πάρει το παιδί της τρέχει να πιάσει κάποιο απ`τ`άλλα παιδιά ώστε ν`αλλάξουν οι ρόλοι , να γίνει άλλο παιδί μάνα και το παιχνίδι να συνεχιστεί .
Βριζόλια ήταν κομμάτια από κεραμίδια σε κανονικό σχήμα (τετράγωνο ή ορθογώνιο)και μέγεθος ώστε να στήνονται καλά κατά το παιχνίδι.
Σ`ένα κύκλο στήνονται τόνα πάνω στ`άλλο τα βριζόλια . Σε μια απόσταση 5-
Αν κάποιος το καταφέρει τότε το παιδί που τα φυλάει είναι υποχρεωμένο γρήγορα γρήγορα να στήσει τα βριζόλια και μετά να τρέξει να πιάσει έναν από τους παίχτες που προσπαθούν να πάρουν την αμάδα τους και να γυρίσουν πάλι πίσω απ`τη γραμμή τους . Αν φυσικά κάποιος πιάσει τότε θα φυλάξει ο πιασμένος αλλιώς το παιχνίδι θα συνεχιστεί.
Αν πάλι με το πρώτο «γκιούμι» δεν πέσουν τα βριζόλια τότε οι παίχτες θα προσπαθήσουν να πάρει ο καθένας την ομάδα του και να γυρίσει στη γραμμή χωρίς να τον ακουμπήσει ο φύλακας . Γίνεται λοιπόν μάχη γύρω από τα βριζόλια μεταξύ παιχτών και φύλακα . Οι παίχτες πατώντας ο καθένας την αμάδα του προσπαθεί με χίλια δυο τεχνάσματα να ξεγελάσει τον φύλακα .
Είναι ζωηρό και ευχάριστο παιχνίδι και παίζεται ομαδικά από αγόρια και κορίτσια .
Ομαδικό παιχνίδι , παραλλαγή του κρυφτό. Σ`έναν κύκλο που χαράζεται με ξύλο στο χώμα τοποθετούν έναν τενεκέ συνήθως από ντομάτα μπελτέ ή από γάλα.
Ένα παιδί τα βγάζει για να δουν ποιος θα τα φυλάξει . Σε κάποιον πέφτει ο κλήρος . Ένας παίχτης κλωτσά δυνατά τον τενεκέ να φύγει όσο πιο μακριά από τον κύκλο . Το παιδί που τα φυλάει τρέχει να τον τοποθετήσει στην αρχική του θέσει ενώ οι άλλοι σκορπίζονται και κρύβονται όσο πιο καλά μπορούν.
Ψάχνει να τα βρει πριν του ξανακλωτσήσουν τον τενεκέ . Όποιον βρίσκει τον φτύνει δηλ. πατά τον τενεκέ και λέει δυνατά τ`όνομα του . Εκείνος περιμένει να τον «ελευθερώσει» κάποιος δηλ να κλωτσήσει κάποιος τον τενεκέ για να ξανακρυφτεί.
Περιμένοντας όμως τα παιδιά που έχουν βρεθεί καθοδηγούν τα κρυμμένα φωνάζοντας τους συνθήματα όπως :»κρυ κρυ έρχεται» όταν σου λέω σκόρδο να κρύβεσαι , όταν σου λέω κρεμμύδι να βγεις κ.λ.π. Αν τα καταφέρει και βγει όλους τους παίχτες χωρίς να του κλωτσήσουν τον τενεκέ τότε θα πάρει τη θέση του δηλ. θα τα φυλάξει ο πρώτος παίχτης που βρέθηκε .
Καθισμένα σταυροπόδι και σε κύκλο τα παιδιά ρίχνουν το «κότσι»όπως το ζάρι .Το κότσι είναι από κάποιο ζώο κόκαλο κλείδωσης με 4 όψεις που η καθεμία έχει τ`όνομά της: Βασιλεία – Βεζυρία , ψωμάς και γάιδαρος . Ο ψωμάς και ο γάιδαρος πάντα χάνουν.
Ένα παιδί «Βεζύρης» θα κρατάει τη λουρίδα και ένα άλλο ,»Βασιλιάς» θα είναι ο αρχηγός του παιχνιδιού . Η μεγάλη επιτυχία θα είναι όταν τα «ρίχνουν» να τύχει στο ίδιο παιδί και η βασιλεία και η βεζυρία δηλ. και η Νομοθετική και Εκτελεστική εξουσία . Δείγμα της βασιλείας μπορεί να είναι ένα καλάμι, μια βεργούλα σαν μπαγκέτα ενώ της βεζυρίας είναι η λουρίδα .
Ο ψωμάς δεν λέει τίποτα.
Όταν όμως το παιδί που ρίχνει το κότσι φέρει γάιδαρο , ρωτά ο Βεζύρης το βασιλιά τι τιμωρία θα του επιβληθεί . Οι απαντήσεις είναι πολλές και διάφορες π.χ. γκαρίσματα , κακαρίσματα αλλά εκείνο που φοβούνται οι παίχτες είναι οι λουριδιές που τις έχουν ονομάσει και λαδάτες ή ξυδάτες . π.χ. δυο λαδάτες ή δυο ξυδάτες , τρεις λαδάτες κ.λ.π.
Το παιχνίδι συνεχίζεται . Οι εξουσίες περνάνε από χέρι σε χέρι , τα γκαρίσματα , τα κακαρίσματα και οι ξυλιές πέφτουν . Οι παίχτες περιμένουν να γίνει κάποιο λάθος από τις δυο εξουσίες για να γίνουν αυτοί Βεζίρηδες και Βασιλιάδες .
Λάθος είναι να μην εκτελεστεί σωστά κάποια εντολή ή να βαρεθεί ο Βασιλιάς και να ζητά αντικατάσταση.
Παίζοντας και από αγόρια και από κορίτσια . Είναι 5 στρογγυλά , σαν μεγάλα κουφέτα , χαλίκια Το καθένα μπορεί να έχει τα δικά του . Τα «βγάζουν» ποιος θ`αρχίσει πρώτος , δεύτερος κ.λ.π. Παίζεται με το ένα ή και τα δυο χέρια .
Σκορπά ο παίχτης κάτω τα πεντόβολα (το μέρος να είναι ίσιο)και αφού διαλέξει ένα το πετά ψηλά και μέχρι να πέσει στην παλάμη του πρέπει να προφτάσει ν`αρπάξει ένα από κάτω . Έτσι πρέπει να πάρει και τα 4 . Αν κάποιο του πέσει χάνει και αρχίζει ο άλλος παίχτης . Πρώτα λοιπόν πρέπει τα πεντόβολα να τα πάρει ένα –ένα . Μετά δυο- δυο μετά τρία και ένα και τέλος και τα 4 μια φορά . Θα προσέχει όμως όταν τα παίρνει να μην ακουμπά τα υπόλοιπα που είναι κάτω.
Μετά τα πετούν και τα 5 ψηλά και ταυτόχρονα γυρίζουν ανάποδα τις παλάμες ενωμένες για να πέσουν όλα επάνω τους . Αν και σ`αυτή τη φάση ο παίχτης τα καταφέρει τότε βάζει ο αντίπαλος ένα πεντόβολο για «ρούμπο» αφού πρώτα πετάξει ψηλά ο παίχτης και τα 5 πεντόβολα και με ανάποδες τις παλάμες προσπαθήσει να πιάσει μερικά ή όλα . Τότε ο «ρούμπος» πρέπει να μείνει πάνω στο χέρι ενώ τ`άλλα θα πέσουν κάτω χωρίς βέβαια να κουνηθεί κανένα πεντόβολο πρέπει να ξαναπιάσει μέσα στη χούφτα του ο παίχτης όλα τα πεντόβολα χωρίς να πέσει κάτω ο «ρούμπος» .
Κατόπιν αυτού έρχεται η καμάρα που σχηματίζεται από τα 3 δάχτυλα του ενός χεριού , κάτω από την όποια πρέπει να περάσουν τα πεντόβολα ένα –ένα –δυο –δυο- τρία- δύο και τα τέσσερα μαζί αφού ο παίχτης πετά ένα πεντόβολο ψηλά και μέχρι να το ξαναπιάσει πρέπει να σπρώχνει τα υπόλοιπα που είναι σκορπισμένα κάτω να περάσουν κάτω από την καμάρα χωρίς ν`αγγίξει τον «ρούμπο» που τον έχει ορίσει ο αντίπαλος .
Ο παίχτης που θα φτάσει ως εδώ βάζει ένα –ένα πεντόβολο στην άκρη των δαχτύλων της παλάμης του αντίπαλου που για το σκοπό αυτό έχει ακουμπήσει την ανοιχτή παλάμη του κάτω . Πρώτα στο μεγάλο δάχτυλο τον «Στούμπηκα» πετά το πεντόβολο ψηλά λέγοντας καλώς το Στούμπηκα , μέχρι να γυρίσει στην παλάμη του το πεντόβολο δίνει μια ξυλιά στην παλάμη του αντίπαλου.
- από πού έρχεσαι ; Άλλη ξυλιά
- από του παπά τ`αλώνι (άλλη ξυλιά)
- τι έφαγε η κοιλίτσα σου (ξυλιά)
- αυγά καθαρισμένα και στον τοίχο κολλημένα.
Αυτή η διαδικασία και ο διάλογος επαναλαμβάνεται και για τ`άλλα δάχτυλα με τ`άλλα πεντόβολα που έχουν τ`άνομα «κόπανος»που σε κάθε στροφή χτυπιέται σαν κόπανος η ράχη της παλάμης του αντιπάλου . Για το μεσαίο δάχτυλο (Γράτζουνας) ακολουθούν γραντζουνιές για τ`άλλο δάχτυλο ,τον τσίμπικα (τσιμπιές), και για το μικρό το χαϊδεμένο (χάδια). Έτσι τελειώνει το πρώτο γκιούμι του παιχνιδιού και νικητής θα είναι εκείνος που κατάφερε να κάνει όλ`αυτά .-
Εκείνος που τα φυλάει βάζει τη μια παλάμη τεντωμένη πίσω από τη μασχάλη και την άλλη στο μάτι που είναι η ανοιχτή παλάμη. Το μάτι φυσικά σκεπασμένο για να μη βλέπει τα παιδιά που θα του χτυπήσουν την παλάμη .Ένας λοιπόν την χτυπά δυνατά και όλοι οι άλλοι (μαζί και αυτός που χτύπησε)σηκώνουν το χέρι και φωνάζουν Μπίζ !(τάχα ποιος χτύπησε;) .Εκείνος που έφαγε το χαστούκι στη χούφτα του προσπαθεί να μαντέψει ποιος ήταν . Αν τον βρει παίρνει αυτός τη θέση του . Αν όχι τα φυλάει ο ίδιος και τις τρώει μέχρι που να πετύχει εκείνον που τον χτύπησε.
Τα παιδιά κάθονται σε κύκλο . Ένα κάνει τη μάνα και κρατά στις κλειστές παλάμες του το δαχτυλιδάκι (σπόρο, χαλίκι κ.λ.π.) . Οι άλλοι κρατούν και αυτοί ενωμένες τις παλάμες τους και τις ανοίγουν λίγο ίσια που να χωρέσει της μάνας που περνάει απ`όλα τα χέρια λέγοντας το τραγούδι: το δαχτυλιδάκι τόχω δεν τόχω στην κασέλαμ `τόχω .
Αφήνει σε κάπου παιδιού την παλάμη το δαχτυλιδάκι και ρωτά ένα άλλο παιδί να της πει ποιος τόχει . Αν λοιπόν το βρει γίνεται αυτό μάνα αν όχι η μάνα ρωτά «πόσες λουριδιές» και τα παιδιά απαντούν ανάλογα 2, 3 ,κ.λ.π. η δε μάνα χτυπά στην πλάτη με τόσες ξυλιές όσες της είπαν , το παιδί που έκανε λάθος και δεν βρήκε το δαχτυλιδάκι .-
Παίρναμε ένα μεγάλο κουμπί με 2-4 τρύπες , του περνούσαμε μια γερή κλωστή που την δέναμε στις άκρες . Περνούσαμε τα δάχτυλά μας στις δυο άκρες της κλωστής και φέρναμε πολλές φορές γύρο το κουμπί ώστε να στρίψει καλά η κλωστή . Μετά τεντώναμε την κλωστή και το κουμπί στριφογύριζε σαν δαιμονισμένο . Τεντώναμε , μαζεύαμε τα χέρια μας κι το κουμπί γύριζε με θόρυβο . Μας διασκέδαζε πιο πολύ όταν το κουμπί στριφογύριζε πάνω σε άμμο , χαλίκια ή στα μαλλιά κάποιου παιδιού .
Αντί για κουμπί πολλοί ταραξίες έβαζαν στρογγυλό τσιγκάκι με δόντια πριονωτά οπότε το παιχνίδι γινόταν επικίνδυνο .-
ΠΟΡΤΕΣ – ΠΡΙΟΝΙ - ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΕ ΚΛΩΣΤΗ
Το παίζουν δυο παιδιά.
Η κλωστή μεγάλη και γερή την δέναμε στις δυο άκρες . Το ένα παιδί κρατούσε στις παλάμες τεντωμένη την κλωστή από τις άκρες και ο άλλος παίχτης με επιδεξιότητα σχημάτιζε στα δικά του δάχτυλα με την κλωστή που έπαιρνε από τον συμπαίχτη του διάφορα σχέδια , πόρτες π.χ. Ο άλλος την έπαιρνε ξανά σχηματίζοντας κρεβάτι , ο άλλος πριόνι και έτσι διασκεδάζαμε με τα σχέδια που ο καθένας προσπαθούσε να φτιάξει .
Λέγαμε τη γωνιά που ακουμπάγαμε και παίρναμε δύναμη και που τη φυλάγαμε να μην την ακουμπήσει κάποιος αντίπαλος και μας νικήσει ολάκερη την ομάδα .
Η κάθε ομάδα έχει την αμπάρα της . Με το μαρς βγαίνουν και οι δυο ομάδες και κυνηγιούνται . Κερδίζει η ομάδα που οι παίχτες της θα πιαστούν από τους αντιπάλους . Για να ξεκουραστεί κάποιος που έτρεξε πολύ γυρίζει και ακουμπάει στην αμπάρα και μένει εκεί πίσω από την γραμμή που έχει τραβηχτεί σε μια μικρή απόσταση μπρος από την αμπάρα ώστε να χωρούν όλοι οι παίχτες της ομάδας . Εκεί λοιπόν ξεκουράζεται , παίρνει νέα δύναμη και ξαναβγαίνει στο κυνηγητό .
Παίζεται μόνο από αγόρια . Όλοι κρατούν στα χέρια από ένα χοντρό ραβδί και τοποθετούνται σ`ένα κύκλο . Ο καθένας μπροστά στα πόδια του έχει ανοίξει έναν μικρό λάκκο ή έχει χαράξει έναν μικρό κύκλο τη «φωλίτσα» του όπου έχει ακουμπήσει το ραβδί του . Στη μέση του κύκλου είναι ανοιγμένος ένας μικρός λάκκος ή χαραγμένος ένας κύκλος . Μέσα εκεί τοποθετείται το «κουτσουγκοί» ένα μικρό κουτσουράκι δηλ. ένα κομμάτι χοντρούτσικο ξύλο .
Κάποιος με το ραβδί του φυλάει το κουτσουγκουί για να μην το πετάξουν οι άλλοι με τα ραβδιά τους μακριά . Αν την ώρα που κάποιος σηκώσει από τη φωλιά του το ραβδί του να σπρώξει πέρα το κουτσουγκουί προφθάσει αυτός που τα φυλάει και βάλει το δικό του ραβδί μέσα στη φωλιά του παίχτη , τότε χάνει ο παίχτης τη φωλιά του «καίγεται»και οι ρόλοι αλλάζουν. Τα φυλάει αυτός τώρα . Νικητής πάντα εκείνος που θα τα καταφέρει να κρατήσει τη φωλιά του ως το τέλος .-
Παιχνίδι αγορίστικο . Παίρναμε στεφάνια από βαρέλια μικρά ξύλινα . Τα πιο καλά στεφάνια ήταν από «τάλαρο». Περνούσαν και ένα σύρμα σε σχήμα π και κυλούσαν τρέχοντας το στεφάνι στα καλντερίμια της γειτονιάς κάνοντας φοβερό θόρυβο . Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν ήταν πολλά παιδιά και κυλούσαν όλα μαζί τα στεφάνια τους .
Χαράζουν ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με 5 χωρίσματα .
Και δυο κορίτσια το σκάνε. Παίρνουν ένα λιθαράκι ή κεραμίδι και λένε βροχή ή ξηρά , αφού το φτύνουν . Το πετούν ψηλά και ότι έρθει κάτω , αυτό κάνουν . Αν έρθει βροχή , αρχίζει το παιχνίδι το κορίτσι που είχε πει βροχή .
Ρίχνει το κεραμίδι στο πρώτο πάτημα και με κουτσό πάει μέχρι τέλος . Από το τέλος πάλι με κουτσό φτάνει στο πρώτο πάτημα .
Ρίχνει το κεραμίδι στο δεύτερο πάτημα – φτάνει κουτσό στο τέλος και από το τέλος με κουτσό στο πρώτο πάτημα , ώσπού να τελειώσει . Εάν πατήσει τη γραμμή της κουτσαλώνας χάνει . Τα άλλα παιδιά είναι γύρω μαζεμένα και λένε
Μια γριά απ`τα Θαρρούνια
Έφερε τα μακαρούνια
Έφερε το χάσει , χάσει
Παναγία μου να χάσει.
Μετά αρχίζουν οι δοκιμασίες . Πρώτη δοκιμασία είναι να βάλει το παιδί που παίζει , το κεραμίδι πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του και να περάσει τα πατήματα . Μετά βάζει το κεραμίδι πάνω στα δάχτυλα του χεριού του και με τεντωμένο χέρι περνάει τα πατήματα , ενώ τα παιδιά φωνάζουν : Μια γριά απ`τα Θαρρούνια …..Τέλος κάνει το πατώ . κλείνει τα μάτια και περνάει τα πατήματα . Εάν καταφέρει να τα περάσει χωρίς να πατήσει πάνω σε γραμμή , κάνει και δεύτερο παιχνίδι . Εάν χάσει αρχίζει παιχνίδι το άλλο παιδί που τα είχαν σκάσει .
Αλάτι ψιλό-αλάτι χοντρό
Τα παιδιά κάθονται σχηματίζοντας κύκλο. Ένα άλλο παιδί κρατάει ένα μαντίλι και τρέχει γύρω-γύρω, τραγουδώντας:
“Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό,
έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω.
Παπούτσια δε μου πήρε να πάω στο χορό.
Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό…”
Κι ενώ κάνει στροφές γύρω από τον κύκλο, αφήνει το μαντίλι να πέσει πίσω από την πλάτη ενός καθισμένου παιδιού. Αυτό μόλις το αντιληφθεί, σηκώνεται, αρπάζει το μαντίλι και τρέχει για να πιάσει το παιδί που το είχε. Εκείνο, τρέχει και κάθεται στη θέση του. Έτσι συνεχίζεται το παιχνίδι πάλι απ’ την αρχή. Αν όμως πιαστεί, από το παιδί που σηκώθηκε και το κυνηγάει, πριν καθίσει στην άδεια θέση του, τότε παίρνει πάλι το μαντίλι και «φτου» απ΄ την αρχή.
Μαντιλάκι
Είναι το ίδιο με το προηγούμενο παιχνίδι, μόνο που αλλάζει το τραγουδάκι. Τα παιδιά πιάνονται από τα χέρια και σχηματίζουν κύκλο. Ολόγυρα φέρνει βόλτες ένα κορίτσι, που κρατά ένα μαντίλι και τραγουδά:
«Το μαντιλάκι πέρασε, πάει πέρα, πάει πέρα / πάει πέρα στον αέρα.»
Κάποια στιγμή ρίχνει το μαντίλι με τρόπο πίσω από την πλάτη ενός κοριτσιού, που πρέπει αμέσως να το πάρει και να στρώνει στο κυνήγι το πρώτο. Αυτό όμως γρήγορα τρέχει να μπει στη θέση του κοριτσιού που σηκώθηκε.
Οι κουμπάρες
Τα κορίτσια έπαιρναν τα ρούχα των μαμάδων τους (κρυφά συνήθως) και ντύνονταν «μεγαλίστικα». Παρίσταναν τις «κυρίες», με τα ψηλοτάκουνα της μαμάς. Πολλές φορές, για να φτιάξουν ψηλά τακούνια, έπαιρναν καρούλια και τα έδεναν κάτω από τα παπούτσια τους.
Μάζευαν κομμάτια από σπασμένα πιάτα, προτιμώντας εκείνα με τα σχέδια και τα στόλιζαν πάνω σε σανίδες. Μαγείρευαν με τα αυτοσχέδια κουζινικά τους, κουτσομπόλευαν, τάιζαν τα… «μωρά τους», δηλαδή τις πάνινες κούκλες τους, έκαναν επισκέψεις η μια στην άλλη. «Καλημέρα, κυρά-κουμπάρα, τι νέα;» «Καλά, κυρα-κουμπάρα».
Όλα αυτά τα έπαιζαν σε «σπιτάκια» που διαμόρφωναν κατάλληλα με ξύλα, πέτρες και … μπόλικη φαντασία, στη μικρή αυλή του σπιτιού τους ή έξω στο δρόμο της γειτονιάς, που μοσχοβολούσε βασιλικό κι ασβέστη.
Αμπάριζα
Tο παιχνίδι παίζεται από δυο ομάδες των πέντε έως δέκα παιχτών. Οι παίκτες της κάθε ομάδας στέκονται γύρω από κολώνες ή δέντρα που βρίσκονται αντικριστά, τουλάχιστο είκοσι βήματα μακριά. Η κάθε ομάδα προσπαθεί να καταπατήσει την περιοχή της αντίπαλης κολώνας.
Κάθε παίκτης, πριν φύγει από την κολώνα του για επίθεση, πρέπει πρώτα να χτυπήσει με το χέρι του την κολώνα του και να πεί: «Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω.». Στη μέση της διαδρομής, «έπαιρνε αμπάριζα» και έβγαινε για κυνήγι ο αντίπαλος, που μπορεί να ήταν ένας ή και δύο.
Όποιος παίκτης δεν προλάβαινε, μετά το κυνηγητό, να γυρίσει και να ακουμπήσει την κολώνα του ή ένα συμπαίκτη του που ακουμπούσε σ’ αυτήν, πιανόταν αιχμάλωτος.
Νικήτρια ομάδα είναι αυτή που θ’ ακουμπήσει την αντίπαλη κολώνα και θα φωνάξει: «Αμπάριζα». Όσο πιάνεις αιχμαλώτους, τόσο αποδυναμώνεται η φύλαξη της κολώνας του αντιπάλου και κάνεις πιο εύκολα την «Αμπάριζα».
Οι αιχμάλωτοι μπορούν να σχηματίσουν «αλυσίδα», έτσι ώστε να ελευθερωθούν ομαδικά και πιο εύκολα από τους παίκτες της δικής τους ομάδας, όταν πλησιάσουν και τους ακουμπήσουν το χέρι, πράγμα δύσκολο γιατί κινδυνεύουν να πιαστούν κι αυτοί.